μεσάζος

μεσάζος
μεσάζος, ὁ (Μ)
1. ανώτατος αξιωματούχος τής βυζαντινής Αυλής
2. μεσολαβητής
3. φρ. «μέγας μεσάζος» — ανώτατος άρχοντας, διοικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταπλασμένο τ. τής μτχ. μεσάζων τού ρ. μεσάζω, κατά τα αρσ. σε -ος (πρβλ. βαστάζος < βαστάζων, γέρος < γέρων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”